ζυμωτής

ζυμωτής
ο , ζυμώτρ(ι)α η
1) тестомес; 2) хим. фермент

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ζυμωτής" в других словарях:

  • ζυμωτής — ο, θηλ. ζυμώτρια και ζυμώτρα (Μ ζυμωτής) [ζυμώ] αυτός που έχει ως έργο ή επάγγελμα το ζύμωμα νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η ζυμώτρα αυτή που ζυμώνει με αμοιβή στα σπίτια άλλων …   Dictionary of Greek

  • ζυμωτής — ο θηλ. ζυμώτρια 1. αυτός που ζυμώνει. 2. ένζυμο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αρτεργάτης — ο (θηλ. τρια, η) ο εργάτης αρτοποιείου, ο ζυμωτής ή φουρνιστής …   Dictionary of Greek

  • ζυμώτρια — και ζυμώτρα, η βλ. ζυμωτής …   Dictionary of Greek

  • μάκτης — μάκτης, ὁ (Α) 1. αυτός που ζυμώνει, ο ζυμωτής 2. στον πληθ. οἱ μάκται οι λαίμαργοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μακ τού μάσσω «ζυμώνω, μαλάσσω» + επίθημα της] …   Dictionary of Greek

  • μαγεύς — μαγεύς( έως, ὁ, ονομ. πληθ. κατά τον Ησύχ. μαγῆες (Α) 1. αυτός που ζυμώνει ψωμί, ζυμωτής 2. (για σπόγγο) αυτός που απομάσσει, που σφογγίζει κάτι 3. (κατά τον Ησύχ.) «μαγῆες οἰκονόμοι δείπνου» και «μαγῆες τὰ ἄλφιτα μάττοντες». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μαγ …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»